συντρίψῃ

συντρίψῃ
συντρίψηι , σύντριψις
ruin
fem dat sg (epic)
συντρί̱ψῃ , συντρίβω
rub together
aor subj mid 2nd sg
συντρί̱ψῃ , συντρίβω
rub together
aor subj act 3rd sg
συντρί̱ψῃ , συντρίβω
rub together
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύντριψη — η / σύντριψις, ίψεως, ΝΑ [συντρίβω] 1. η ενέργεια τού συντρίβω, συντριβή 2. ολική καταστροφή, πανωλεθρία 3. θρυμματισμός, κομμάτιασμα νεοελλ. συνεκδ. (σχετικά με εχθρό) εξόντωση, εξολόθρευση αρχ. σύγκρουση …   Dictionary of Greek

  • διάτριψις — διάτριψις, η (Α) [διατρίβω] 1. άλεσμα 2. σύντριψη, κοπάνισμα …   Dictionary of Greek

  • θραυσμός — ὁ (ΑΜ θραυσμός) [θραύω] νεοελλ. (ορυκτ.) η εμφάνιση σε ένα ορυκτό επιφανειών που αποχωρίζονται σε διευθύνσεις διαφορετικές από εκείνες τών επιπέδων σχισμού μσν. αρχ. το σπάσιμο, η σύντριψη …   Dictionary of Greek

  • θραύση — και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῡσις) [θραύω] 1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη 2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή νεοελλ. 1. τεχνολ. η λύση τής συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… …   Dictionary of Greek

  • κάτηξις — κάτηξις, ήξιος, ἡ (Α) (ιων. τ. τού κάταξις*) σύντριψη …   Dictionary of Greek

  • κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”